συνδωρούμαι

συνδωρούμαι
-έομαι, Α
προσφέρω σε κάποιον κάτι ως δώρο από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δωροῦμαι «προσφέρω δώρο, χαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”